λατινίζω

λατινίζω
αμετ.
1) латинизироваться; 2) быть под влиянием католической церкви, стремиться к обращению в католическую веру

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λατινίζω" в других словарях:

  • λατινίζω — (Μ λατινίζω) [Λατίνος] 1. μιμούμαι τους Λατίνους ως προς τη γλώσσα ή τα ήθη και έθιμα 2. ασπάζομαι τα δόγματα τής δυτικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τών Ρωμαιοκαθολικών, είμαι επηρεασμένος από τον Ρωμαιοκαθολικισμό …   Dictionary of Greek

  • λατινιστί — [λατινίζω] επίρρ. 1. στη λατινική γλώσσα 2. κατά τη συνήθεια τών Λατίνων …   Dictionary of Greek

  • αλατίνιστος — η, ο [λατινίζω] 1. αυτός που δεν συντάχθηκε σύμφωνα με τους κανόνες τής λατινικής γλώσσας 2. ο μη κάτοχος τής λατινικής γλώσσας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»